Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προεισπραττόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προεισπραττόμεν
ος
η
προεισπραττόμεν
η
το
προεισπραττόμεν
ο
γενική
του
προεισπραττόμεν
ου
της
προεισπραττόμεν
ης
του
προεισπραττόμεν
ου
αιτιατική
τον
προεισπραττόμεν
ο
την
προεισπραττόμεν
η
το
προεισπραττόμεν
ο
κλητική
προεισπραττόμεν
ε
προεισπραττόμεν
η
προεισπραττόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προεισπραττόμεν
οι
οι
προεισπραττόμεν
ες
τα
προεισπραττόμεν
α
γενική
των
προεισπραττόμεν
ων
των
προεισπραττόμεν
ων
των
προεισπραττόμεν
ων
αιτιατική
τους
προεισπραττόμεν
ους
τις
προεισπραττόμεν
ες
τα
προεισπραττόμεν
α
κλητική
προεισπραττόμεν
οι
προεισπραττόμεν
ες
προεισπραττόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προεισπραττόμενος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
προεισπράττω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προεισπραττόμενος