προεισπράττω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προεισπράττω < ελληνιστική κοινή προσεισπράσσω[1] < αρχαία ελληνική εἰσπράσσω / εἰσπράττω < πράσσω / πράττω
Ρήμα
επεξεργασίαπροεισπράττω (παθητική φωνή: προεισπράττομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- προείσπραξη
- προεισπραττόμενος
- → δείτε τις λέξεις προ, εισπράττω και πράττω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προεισπράττω
|
Πηγές
επεξεργασία- προεισπράττω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προεισπράττω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προεισπράττω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ↑ προεισπράσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.