Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προείσπραξη οι προεισπράξεις
      γενική της προείσπραξης* των προεισπράξεων
    αιτιατική την προείσπραξη τις προεισπράξεις
     κλητική προείσπραξη προεισπράξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προεισπράξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προείσπραξη < προεισπράττω + -ξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προείσπραξη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία