Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

προεισπράξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προεισπράττω
  2. θα προεισπράξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προεισπράττω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

προεισπράξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προείσπραξη