↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γουρουνομαθημένος η γουρουνομαθημένη το γουρουνομαθημένο
      γενική του γουρουνομαθημένου της γουρουνομαθημένης του γουρουνομαθημένου
    αιτιατική τον γουρουνομαθημένο τη γουρουνομαθημένη το γουρουνομαθημένο
     κλητική γουρουνομαθημένε γουρουνομαθημένη γουρουνομαθημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γουρουνομαθημένοι οι γουρουνομαθημένες τα γουρουνομαθημένα
      γενική των γουρουνομαθημένων των γουρουνομαθημένων των γουρουνομαθημένων
    αιτιατική τους γουρουνομαθημένους τις γουρουνομαθημένες τα γουρουνομαθημένα
     κλητική γουρουνομαθημένοι γουρουνομαθημένες γουρουνομαθημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γουρουνομαθημένος < γουρούνι + -μαθημένος

γουρουνομαθημένος, -η, -ο

  • αυτός που (έχει μάθει να) ζει όπως τα γουρούνια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία