γουρουνομαθημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γουρουνομαθημένος < γουρούνι + -μαθημένος
Μετοχή
επεξεργασίαγουρουνομαθημένος, -η, -ο
- αυτός που (έχει μάθει να) ζει όπως τα γουρούνια
Μεταφράσεις
επεξεργασία γουρουνομαθημένος
|