περιλιμπανόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιλιμπανόμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιλιμπανόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος περιλιμπάνω, ελληνιστικού τύπου του περιλείπω
Μετοχή
επεξεργασίαπεριλιμπανόμενος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές, συνήθως νομικός όρος)
- που απομένει
- ππου επιζεί
- υπολειπόμενος
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιλιμπανόμενος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαπεριλιμπανόμενος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος περιλιμπάνω, ελληνιστικού τύπου του περιλείπω