Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιλιμπανόμενος η περιλιμπανόμενη το περιλιμπανόμενο
      γενική του περιλιμπανόμενου της περιλιμπανόμενης του περιλιμπανόμενου
    αιτιατική τον περιλιμπανόμενο την περιλιμπανόμενη το περιλιμπανόμενο
     κλητική περιλιμπανόμενε περιλιμπανόμενη περιλιμπανόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιλιμπανόμενοι οι περιλιμπανόμενες τα περιλιμπανόμενα
      γενική των περιλιμπανόμενων των περιλιμπανόμενων των περιλιμπανόμενων
    αιτιατική τους περιλιμπανόμενους τις περιλιμπανόμενες τα περιλιμπανόμενα
     κλητική περιλιμπανόμενοι περιλιμπανόμενες περιλιμπανόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιλιμπανόμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιλιμπανόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος περιλιμπάνω, ελληνιστικού τύπου του περιλείπω

  Μετοχή επεξεργασία

περιλιμπανόμενος, -η, -ο

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Μετοχή επεξεργασία

περιλιμπανόμενος, -η, -ον