Ετυμολογία

επεξεργασία
περιλιμπάνω < περι- + λιμπάνω

περιλιμπάνω

  • άλλη μορφή του περιλείπω
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ νούσων [νόσων], (De morbis i-iii), 4.43, p.566 @scaife.perseus
    καὶ εἰ μέν τι ἔφαγεν· εἰ δὲ μὴ, κενωθεὶς ἄκικύς τε ἦν, οὐδ’ ἂν δύναιτο παχυνθῆναι, εἰ ἡ ἰκμὰς τῇ ὑστεραίῃ ἔξω χωρέοι· οὐ γὰρ περιλιμπάνεται ἐν τῷ σώματι ἀρκέουσα.