Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιμπάνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

λιμπάνω

  • άλλη μορφή του λείπω
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ νούσων [νόσων], (De morbis i-iii), 4.55, p.602 @scaife.perseus
    ὁ δὲ σίδηρος λιμπάνεται ἐν τῷ πυρὶ καὶ συμπίπτει προσδιδούσης τῆς σκωρίης καὶ γίνεται στερεός τε καὶ πυκνός·

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία