ὑπολιμπάνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαὑπολιμπάνω (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του ὑπολείπω
- αφήνω πίσω
- (στη μέση φωνή) αφήνω κάτι ως υπόλοιπο, ληξιπρόθεσμες οφειλές
- (αμετάβατο) εκλείπω, σώνομαι
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὑπολιμπάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπολιμπάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.