Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑπολιμπάνω < ὑπο- + λιμπάνω

ὑπολιμπάνω (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του ὑπολείπω

  1. αφήνω πίσω
  2. (στη μέση φωνή) αφήνω κάτι ως υπόλοιπο, ληξιπρόθεσμες οφειλές
  3. (αμετάβατο) εκλείπω, σώνομαι