Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ετησιοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ετησιοποιημέν
ος
η
ετησιοποιημέν
η
το
ετησιοποιημέν
ο
γενική
του
ετησιοποιημέν
ου
της
ετησιοποιημέν
ης
του
ετησιοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
ετησιοποιημέν
ο
την
ετησιοποιημέν
η
το
ετησιοποιημέν
ο
κλητική
ετησιοποιημέν
ε
ετησιοποιημέν
η
ετησιοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ετησιοποιημέν
οι
οι
ετησιοποιημέν
ες
τα
ετησιοποιημέν
α
γενική
των
ετησιοποιημέν
ων
των
ετησιοποιημέν
ων
των
ετησιοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
ετησιοποιημέν
ους
τις
ετησιοποιημέν
ες
τα
ετησιοποιημέν
α
κλητική
ετησιοποιημέν
οι
ετησιοποιημέν
ες
ετησιοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ετησιοποιημένος
<
ετήσιος
+
-ο-
+
-ποιημένος
Επίθετο
επεξεργασία
ετησιοποιημένος
που αναλύεται σε
ετήσιο
εύρος
ή αφορά
ετήσια
βάση
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ετήσιος
και
έτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ετησιοποιημένος
αγγλικά
:
annualised
(en)