Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντραλεμένος η αντραλεμένη το αντραλεμένο
      γενική του αντραλεμένου της αντραλεμένης του αντραλεμένου
    αιτιατική τον αντραλεμένο την αντραλεμένη το αντραλεμένο
     κλητική αντραλεμένε αντραλεμένη αντραλεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντραλεμένοι οι αντραλεμένες τα αντραλεμένα
      γενική των αντραλεμένων των αντραλεμένων των αντραλεμένων
    αιτιατική τους αντραλεμένους τις αντραλεμένες τα αντραλεμένα
     κλητική αντραλεμένοι αντραλεμένες αντραλεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντραλεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αντραλεύω

  Μετοχή επεξεργασία

αντραλεμένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία