Ετυμολογία

επεξεργασία
αντραλίζω < μεσαιωνική ελληνική ντραλίζω (δραλίζω) [1] < ἐντραλίζω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < τραλίζω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

αντραλίζω (παθητική φωνή: αντραλίζομαι, αντραλιέμαι)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αντραλίζωΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 «ἀντραλώνω» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .