αντράλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντράλα | οι | αντράλες |
γενική | της | αντράλας | — | |
αιτιατική | την | αντράλα | τις | αντράλες |
κλητική | αντράλα | αντράλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντράλα < αντραλίζω (αναδρομικός σχηματισμός) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /anˈdɾa.la/ & /aˈdɾa.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντρά‐λα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντράλα θηλυκό
- (δημοτική, ιδιωματικό, λογοτεχνικό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)) ζαλάδα, ίλιγγος, σκοτοδίνη
- ↪ Έπαθε αντράλα και σωριάστηκε μες στη μέση του δρόμου.
- (μεταφορικά) περισπασμός
- ↪ έχει αντράλες και σκοτούρες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αντραλίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- «ἀντράλα» (και παραδείγματα) - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .