αντραλεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντραλεύω < αντραλίζω < μεσαιωνική ελληνική αντραλίζω < εντραλίζω < τραλίζω
Ρήμα
επεξεργασίααντραλεύω
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του αντραλίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντραλεύω | αντράλευα | θα αντραλεύω | να αντραλεύω | αντραλεύοντας | |
β' ενικ. | αντραλεύεις | αντράλευες | θα αντραλεύεις | να αντραλεύεις | αντράλευε | |
γ' ενικ. | αντραλεύει | αντράλευε | θα αντραλεύει | να αντραλεύει | ||
α' πληθ. | αντραλεύουμε | αντραλεύαμε | θα αντραλεύουμε | να αντραλεύουμε | ||
β' πληθ. | αντραλεύετε | αντραλεύατε | θα αντραλεύετε | να αντραλεύετε | αντραλεύετε | |
γ' πληθ. | αντραλεύουν(ε) | αντράλευαν αντραλεύαν(ε) |
θα αντραλεύουν(ε) | να αντραλεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντράλεψα | θα αντραλέψω | να αντραλέψω | αντραλέψει | ||
β' ενικ. | αντράλεψες | θα αντραλέψεις | να αντραλέψεις | αντράλεψε | ||
γ' ενικ. | αντράλεψε | θα αντραλέψει | να αντραλέψει | |||
α' πληθ. | αντραλέψαμε | θα αντραλέψουμε | να αντραλέψουμε | |||
β' πληθ. | αντραλέψατε | θα αντραλέψετε | να αντραλέψετε | αντραλέψτε | ||
γ' πληθ. | αντράλεψαν αντραλέψαν(ε) |
θα αντραλέψουν(ε) | να αντραλέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντραλέψει | είχα αντραλέψει | θα έχω αντραλέψει | να έχω αντραλέψει | ||
β' ενικ. | έχεις αντραλέψει | είχες αντραλέψει | θα έχεις αντραλέψει | να έχεις αντραλέψει | ||
γ' ενικ. | έχει αντραλέψει | είχε αντραλέψει | θα έχει αντραλέψει | να έχει αντραλέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντραλέψει | είχαμε αντραλέψει | θα έχουμε αντραλέψει | να έχουμε αντραλέψει | ||
β' πληθ. | έχετε αντραλέψει | είχατε αντραλέψει | θα έχετε αντραλέψει | να έχετε αντραλέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντραλέψει | είχαν αντραλέψει | θα έχουν αντραλέψει | να έχουν αντραλέψει |
|