Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τουρκοπατημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τουρκοπατημέν
ος
η
τουρκοπατημέν
η
το
τουρκοπατημέν
ο
γενική
του
τουρκοπατημέν
ου
της
τουρκοπατημέν
ης
του
τουρκοπατημέν
ου
αιτιατική
τον
τουρκοπατημέν
ο
την
τουρκοπατημέν
η
το
τουρκοπατημέν
ο
κλητική
τουρκοπατημέν
ε
τουρκοπατημέν
η
τουρκοπατημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τουρκοπατημέν
οι
οι
τουρκοπατημέν
ες
τα
τουρκοπατημέν
α
γενική
των
τουρκοπατημέν
ων
των
τουρκοπατημέν
ων
των
τουρκοπατημέν
ων
αιτιατική
τους
τουρκοπατημέν
ους
τις
τουρκοπατημέν
ες
τα
τουρκοπατημέν
α
κλητική
τουρκοπατημέν
οι
τουρκοπατημέν
ες
τουρκοπατημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τουρκοπατημένος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασία
τουρκοπατημένος
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τουρκοπατημένος