↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεροντομπασμένος η γεροντομπασμένη το γεροντομπασμένο
      γενική του γεροντομπασμένου της γεροντομπασμένης του γεροντομπασμένου
    αιτιατική τον γεροντομπασμένο τη γεροντομπασμένη το γεροντομπασμένο
     κλητική γεροντομπασμένε γεροντομπασμένη γεροντομπασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεροντομπασμένοι οι γεροντομπασμένες τα γεροντομπασμένα
      γενική των γεροντομπασμένων των γεροντομπασμένων των γεροντομπασμένων
    αιτιατική τους γεροντομπασμένους τις γεροντομπασμένες τα γεροντομπασμένα
     κλητική γεροντομπασμένοι γεροντομπασμένες γεροντομπασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γεροντομπασμένος < γεροντο- + μπασμένος

γεροντομπασμένος, -η, -ο

  1. που έχει μπει στη γεροντική ηλικία, έχει φτάσει σ’ αυτήν
  2. που μοιάζει με γέρο ή είναι καχεκτικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία