αυτοπροωθούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοπροωθούμενος < αυτο- + προωθούμενος
Μετοχή επεξεργασία
αυτοπροωθούμενος
- που προωθείται από μόνος του
Συγγενικά επεξεργασία
- αυτοπροώθηση
- → δείτε τις λέξεις αυτός, προωθώ και ωθώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοπροωθούμενος