Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χονδροπεταλωμένος η χονδροπεταλωμένη το χονδροπεταλωμένο
      γενική του χονδροπεταλωμένου της χονδροπεταλωμένης του χονδροπεταλωμένου
    αιτιατική τον χονδροπεταλωμένο τη χονδροπεταλωμένη το χονδροπεταλωμένο
     κλητική χονδροπεταλωμένε χονδροπεταλωμένη χονδροπεταλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χονδροπεταλωμένοι οι χονδροπεταλωμένες τα χονδροπεταλωμένα
      γενική των χονδροπεταλωμένων των χονδροπεταλωμένων των χονδροπεταλωμένων
    αιτιατική τους χονδροπεταλωμένους τις χονδροπεταλωμένες τα χονδροπεταλωμένα
     κλητική χονδροπεταλωμένοι χονδροπεταλωμένες χονδροπεταλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χονδροπεταλωμένος < χονδρο- + πεταλωμένος

  Μετοχή επεξεργασία

χονδροπεταλωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία