χοντρά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
χοντρά < χοντρός
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
χοντρά
- χονδροειδώς, με απρέπεια, απότομα
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
το χοντρά (σε φράσεις όπως: τα έπιασε χοντρά) παραμένει επίθετο (προσδιορίζει εν προκειμένω το ουσιαστικό που εννοείται, δηλαδή τα χρήματα)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χοντρά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
χοντρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χοντρό