χονδροειδώς
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χονδροειδώς < χονδροειδής
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
χονδροειδώς (σε χρήση και ο υπερθετικός χονδροειδέστατα)
- με απρέπεια, άκομψα, χωρίς να τηρούνται καν τα προσχήματα, προσβλητικά, άξεστα, υποτιμητικά, ανάρμοστα, απαξιωτικά, ιταμά, ωμά
- Το να συμβουλεύουμε τους φτωχούς όμως να ζουν λιτά, είναι χονδροειδώς προσβλητικό αλλά και συνάμα γελοία παράλογο (Οσκαρ Ουάιλντ)
- ...και βιομηχανικού συμπλέγματος εξαγοράς των πάντων, η Βουλή παρακάμπτεται χονδροειδώς από την Εκτελεστική Εξουσία που «νομοθετεί» ...