↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεταλωμένος η πεταλωμένη το πεταλωμένο
      γενική του πεταλωμένου της πεταλωμένης του πεταλωμένου
    αιτιατική τον πεταλωμένο την πεταλωμένη το πεταλωμένο
     κλητική πεταλωμένε πεταλωμένη πεταλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεταλωμένοι οι πεταλωμένες τα πεταλωμένα
      γενική των πεταλωμένων των πεταλωμένων των πεταλωμένων
    αιτιατική τους πεταλωμένους τις πεταλωμένες τα πεταλωμένα
     κλητική πεταλωμένοι πεταλωμένες πεταλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεταλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πεταλώνω

πεταλωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία