ολοφυρόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολοφυρόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ολοφύρομαι
Μετοχή επεξεργασία
ολοφυρόμενος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ολοφύρομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολοφυρόμενος
|