Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολοφύρομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ὀλοφύρομαι
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολοφύρομαι
<
αρχαία ελληνική
ὀλοφύρομαι
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα
*
olbʰ
- +
-ύρομαι
Ρήμα
επεξεργασία
ολοφύρομαι
(
λόγιο
)
κλαίω
θρηνητικά,
σπαράζω
Συγγενικά
επεξεργασία
ολοφυρμός
ολοφυρόμενος
ολολυγμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολοφύρομαι
αγγλικά
:
ululate
(en)
,
howl
(en)
,
wail
(en)
, (
όχι ακριβώς
:
lament
(en)
)
γερμανικά
:
wehklagen
(de)
,
heulen
(de)