ολολυγμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολολυγμός < αρχαία ελληνική ὀλολυγμός < ὀλολύζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαολολυγμός αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ολολυγμός
|
Δείτε επίσης : ὀλολυγμός |
ολολυγμός αρσενικό
|