ολολύζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολολύζω < αρχαία ελληνική ὀλολύζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.loˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λο‐λύ‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαολολύζω
Κλίση
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ολολύζω
|