↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεκαθαρμένος η κεκαθαρμένη το κεκαθαρμένο
      γενική του κεκαθαρμένου της κεκαθαρμένης του κεκαθαρμένου
    αιτιατική τον κεκαθαρμένο την κεκαθαρμένη το κεκαθαρμένο
     κλητική κεκαθαρμένε κεκαθαρμένη κεκαθαρμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεκαθαρμένοι οι κεκαθαρμένες τα κεκαθαρμένα
      γενική των κεκαθαρμένων των κεκαθαρμένων των κεκαθαρμένων
    αιτιατική τους κεκαθαρμένους τις κεκαθαρμένες τα κεκαθαρμένα
     κλητική κεκαθαρμένοι κεκαθαρμένες κεκαθαρμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κεκαθαρμένος < αρχαία ελληνική κεκαθαρμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καθαίρω

κεκαθαρμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία