↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαγνισμένος η εξαγνισμένη το εξαγνισμένο
      γενική του εξαγνισμένου της εξαγνισμένης του εξαγνισμένου
    αιτιατική τον εξαγνισμένο την εξαγνισμένη το εξαγνισμένο
     κλητική εξαγνισμένε εξαγνισμένη εξαγνισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαγνισμένοι οι εξαγνισμένες τα εξαγνισμένα
      γενική των εξαγνισμένων των εξαγνισμένων των εξαγνισμένων
    αιτιατική τους εξαγνισμένους τις εξαγνισμένες τα εξαγνισμένα
     κλητική εξαγνισμένοι εξαγνισμένες εξαγνισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαγνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαγνίζω

εξαγνισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εξαγνίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία