φακελωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φακελωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φακελώνω
Μετοχή
επεξεργασίαφακελωμένος, -η, -ο
- που έχει φακελωθεί
- (κυριολεκτικά) που έχει μπει σε φάκελο
- (μεταφορικά) (πολιτική) (παρωχημένο) που έχει «φάκελο», δηλαδή υπάρχει αρχείο στην αστυνομία / ασφάλεια ή άλλη υπηρεσία για τα πολιτικά του φρονήματα καθώς και άλλα στοιχεία για κάποιον
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φακελωμένος
|