Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφακέλωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αφακέλωτ
ος
η
αφακέλωτ
η
το
αφακέλωτ
ο
γενική
του
αφακέλωτ
ου
της
αφακέλωτ
ης
του
αφακέλωτ
ου
αιτιατική
τον
αφακέλωτ
ο
την
αφακέλωτ
η
το
αφακέλωτ
ο
κλητική
αφακέλωτ
ε
αφακέλωτ
η
αφακέλωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αφακέλωτ
οι
οι
αφακέλωτ
ες
τα
αφακέλωτ
α
γενική
των
αφακέλωτ
ων
των
αφακέλωτ
ων
των
αφακέλωτ
ων
αιτιατική
τους
αφακέλωτ
ους
τις
αφακέλωτ
ες
τα
αφακέλωτ
α
κλητική
αφακέλωτ
οι
αφακέλωτ
ες
αφακέλωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αφακέλωτος
<
α-
+
φακελώνω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αφακέλωτος, -η, -ο
που δεν έχει
φακελωθεί
που δεν έχει μπει σε
φάκελο
(
πολιτική
) (
παρωχημένο
) που δεν έχει «
φάκελο
», δηλαδή δεν υπάρχει
αρχείο
στην
αστυνομία
/
ασφάλεια
ή άλλη
υπηρεσία
για τα πολιτικά του
φρονήματα
καθώς και άλλα στοιχεία για κάποιον
Αντώνυμα
επεξεργασία
φακελωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφακέλωτος