φακελωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαφακελωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του φακελωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του φακελωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φακελωμένος
φακελωμένων