Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλιμακοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κλιμακοποιημέν
ος
η
κλιμακοποιημέν
η
το
κλιμακοποιημέν
ο
γενική
του
κλιμακοποιημέν
ου
της
κλιμακοποιημέν
ης
του
κλιμακοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
κλιμακοποιημέν
ο
την
κλιμακοποιημέν
η
το
κλιμακοποιημέν
ο
κλητική
κλιμακοποιημέν
ε
κλιμακοποιημέν
η
κλιμακοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κλιμακοποιημέν
οι
οι
κλιμακοποιημέν
ες
τα
κλιμακοποιημέν
α
γενική
των
κλιμακοποιημέν
ων
των
κλιμακοποιημέν
ων
των
κλιμακοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
κλιμακοποιημέν
ους
τις
κλιμακοποιημέν
ες
τα
κλιμακοποιημέν
α
κλητική
κλιμακοποιημέν
οι
κλιμακοποιημέν
ες
κλιμακοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κλιμακοποιημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
κλιμακοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλιμακοποιημένος