Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλιμακοποιώ < κλίμακα + -ο- + -ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

κλιμακοποιώ

  1. ανάγω σε κάποια κλίμακα
  2. (σπάνιο) κλιμακώνω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία