κλιμακοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακλιμακοποιώ
Συγγενικά
επεξεργασία- κλιμακοποιημένος
- → δείτε τις λέξεις κλίμακα και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλιμακοποιώ | κλιμακοποιούσα | θα κλιμακοποιώ | να κλιμακοποιώ | κλιμακοποιώντας | |
β' ενικ. | κλιμακοποιείς | κλιμακοποιούσες | θα κλιμακοποιείς | να κλιμακοποιείς | (κλιμακοποίει) | |
γ' ενικ. | κλιμακοποιεί | κλιμακοποιούσε | θα κλιμακοποιεί | να κλιμακοποιεί | ||
α' πληθ. | κλιμακοποιούμε | κλιμακοποιούσαμε | θα κλιμακοποιούμε | να κλιμακοποιούμε | ||
β' πληθ. | κλιμακοποιείτε | κλιμακοποιούσατε | θα κλιμακοποιείτε | να κλιμακοποιείτε | κλιμακοποιείτε | |
γ' πληθ. | κλιμακοποιούν(ε) | κλιμακοποιούσαν(ε) | θα κλιμακοποιούν(ε) | να κλιμακοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλιμακοποίησα | θα κλιμακοποιήσω | να κλιμακοποιήσω | κλιμακοποιήσει | ||
β' ενικ. | κλιμακοποίησες | θα κλιμακοποιήσεις | να κλιμακοποιήσεις | κλιμακοποίησε | ||
γ' ενικ. | κλιμακοποίησε | θα κλιμακοποιήσει | να κλιμακοποιήσει | |||
α' πληθ. | κλιμακοποιήσαμε | θα κλιμακοποιήσουμε | να κλιμακοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | κλιμακοποιήσατε | θα κλιμακοποιήσετε | να κλιμακοποιήσετε | κλιμακοποιήστε | ||
γ' πληθ. | κλιμακοποίησαν κλιμακοποιήσαν(ε) |
θα κλιμακοποιήσουν(ε) | να κλιμακοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κλιμακοποιήσει | είχα κλιμακοποιήσει | θα έχω κλιμακοποιήσει | να έχω κλιμακοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κλιμακοποιήσει | είχες κλιμακοποιήσει | θα έχεις κλιμακοποιήσει | να έχεις κλιμακοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κλιμακοποιήσει | είχε κλιμακοποιήσει | θα έχει κλιμακοποιήσει | να έχει κλιμακοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κλιμακοποιήσει | είχαμε κλιμακοποιήσει | θα έχουμε κλιμακοποιήσει | να έχουμε κλιμακοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κλιμακοποιήσει | είχατε κλιμακοποιήσει | θα έχετε κλιμακοποιήσει | να έχετε κλιμακοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κλιμακοποιήσει | είχαν κλιμακοποιήσει | θα έχουν κλιμακοποιήσει | να έχουν κλιμακοποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλιμακοποιώ
|