γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βεβαπτισμένος βεβαπτισμένη τὸ βεβαπτισμένον
      γενική τοῦ βεβαπτισμένου τῆς βεβαπτισμένης τοῦ βεβαπτισμένου
      δοτική τῷ βεβαπτισμέν τῇ βεβαπτισμέν τῷ βεβαπτισμέν
    αιτιατική τὸν βεβαπτισμένον τὴν βεβαπτισμένην τὸ βεβαπτισμένον
     κλητική ! βεβαπτισμένε βεβαπτισμένη βεβαπτισμένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βεβαπτισμένοι αἱ βεβαπτισμέναι τὰ βεβαπτισμέν
      γενική τῶν βεβαπτισμένων τῶν βεβαπτισμένων τῶν βεβαπτισμένων
      δοτική τοῖς βεβαπτισμένοις ταῖς βεβαπτισμέναις τοῖς βεβαπτισμένοις
    αιτιατική τοὺς βεβαπτισμένους τὰς βεβαπτισμένᾱς τὰ βεβαπτισμέν
     κλητική ! βεβαπτισμένοι βεβαπτισμέναι βεβαπτισμέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βεβαπτισμένω τὼ βεβαπτισμέν τὼ βεβαπτισμένω
      γεν-δοτ τοῖν βεβαπτισμένοιν τοῖν βεβαπτισμέναιν τοῖν βεβαπτισμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

βεβαπτισμένος, -η, -ον