Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βεβαπτισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
βεβαπτισμέν
ος
ἡ
βεβαπτισμέν
η
τὸ
βεβαπτισμέν
ον
γενική
τοῦ
βεβαπτισμέν
ου
τῆς
βεβαπτισμέν
ης
τοῦ
βεβαπτισμέν
ου
δοτική
τῷ
βεβαπτισμέν
ῳ
τῇ
βεβαπτισμέν
ῃ
τῷ
βεβαπτισμέν
ῳ
αιτιατική
τὸν
βεβαπτισμέν
ον
τὴν
βεβαπτισμέν
ην
τὸ
βεβαπτισμέν
ον
κλητική
ὦ
!
βεβαπτισμέν
ε
βεβαπτισμέν
η
βεβαπτισμέν
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
βεβαπτισμέν
οι
αἱ
βεβαπτισμέν
αι
τὰ
βεβαπτισμέν
ᾰ
γενική
τῶν
βεβαπτισμέν
ων
τῶν
βεβαπτισμέν
ων
τῶν
βεβαπτισμέν
ων
δοτική
τοῖς
βεβαπτισμέν
οις
ταῖς
βεβαπτισμέν
αις
τοῖς
βεβαπτισμέν
οις
αιτιατική
τοὺς
βεβαπτισμέν
ους
τὰς
βεβαπτισμέν
ᾱς
τὰ
βεβαπτισμέν
ᾰ
κλητική
ὦ
!
βεβαπτισμέν
οι
βεβαπτισμέν
αι
βεβαπτισμέν
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
βεβαπτισμέν
ω
τὼ
βεβαπτισμέν
ᾱ
τὼ
βεβαπτισμέν
ω
γεν-δοτ
τοῖν
βεβαπτισμέν
οιν
τοῖν
βεβαπτισμέν
αιν
τοῖν
βεβαπτισμέν
οιν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λελυμένος'
όπως «
λελυμένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
βεβαπτισμένος, -η, -ον
μετοχή
μεσοπαθητικού παρακειμένου του ρήματος
βαπτίζω
: (
νέα ελληνικά
:
βαφτισμένος