επικρεμάμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικρεμάμενος < αρχαία ελληνική ἐπικρεμάμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἐπικρέμαμαι
Μετοχή
επεξεργασίαεπικρεμάμενος
- (λόγιο) που επικρέμαται
- η απόλυση αποτελεί επικρεμάμενη δαμόκλειο σπάθη στα κεφάλια των φτωχών
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις επικρέμαμαι, επί και κρεμώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία επικρεμάμενος
|