↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικρεμάμενος η επικρεμάμενη το επικρεμάμενο
      γενική του επικρεμάμενου της επικρεμάμενης του επικρεμάμενου
    αιτιατική τον επικρεμάμενο την επικρεμάμενη το επικρεμάμενο
     κλητική επικρεμάμενε επικρεμάμενη επικρεμάμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικρεμάμενοι οι επικρεμάμενες τα επικρεμάμενα
      γενική των επικρεμάμενων των επικρεμάμενων των επικρεμάμενων
    αιτιατική τους επικρεμάμενους τις επικρεμάμενες τα επικρεμάμενα
     κλητική επικρεμάμενοι επικρεμάμενες επικρεμάμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επικρεμάμενος < αρχαία ελληνική ἐπικρεμάμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἐπικρέμαμαι

επικρεμάμενος

  • (λόγιο) που επικρέμαται
    η απόλυση αποτελεί επικρεμάμενη δαμόκλειο σπάθη στα κεφάλια των φτωχών

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία