επικρέμαμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επικρέμαμαι < αρχαία ελληνική ἐπικρέμαμαι
Ρήμα επεξεργασία
επικρέμαμαι
Συγγενικά επεξεργασία
- επικρεμάμενος
- επικρέμαται
- → δείτε τις λέξεις επί και κρεμώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
επικρέμαμαι
|