επαπειλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επαπειλώ < αρχαία ελληνική ἐπαπειλέω / ἐπαπειλῶ
Ρήμα
επεξεργασίαεπαπειλώ (παθητική φωνή: επαπειλούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- επαπειλούμενος
- → δείτε τις λέξεις επί, απειλώ και απειλή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επαπειλώ | επαπειλούσα | θα επαπειλώ | να επαπειλώ | επαπειλώντας | |
β' ενικ. | επαπειλείς | επαπειλούσες | θα επαπειλείς | να επαπειλείς | ||
γ' ενικ. | επαπειλεί | επαπειλούσε | θα επαπειλεί | να επαπειλεί | ||
α' πληθ. | επαπειλούμε | επαπειλούσαμε | θα επαπειλούμε | να επαπειλούμε | ||
β' πληθ. | επαπειλείτε | επαπειλούσατε | θα επαπειλείτε | να επαπειλείτε | επαπειλείτε | |
γ' πληθ. | επαπειλούν(ε) | επαπειλούσαν(ε) | θα επαπειλούν(ε) | να επαπειλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επαπείλησα | θα επαπειλήσω | να επαπειλήσω | επαπειλήσει | ||
β' ενικ. | επαπείλησες | θα επαπειλήσεις | να επαπειλήσεις | επαπείλησε | ||
γ' ενικ. | επαπείλησε | θα επαπειλήσει | να επαπειλήσει | |||
α' πληθ. | επαπειλήσαμε | θα επαπειλήσουμε | να επαπειλήσουμε | |||
β' πληθ. | επαπειλήσατε | θα επαπειλήσετε | να επαπειλήσετε | επαπειλήστε | ||
γ' πληθ. | επαπείλησαν επαπειλήσαν(ε) |
θα επαπειλήσουν(ε) | να επαπειλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επαπειλήσει | είχα επαπειλήσει | θα έχω επαπειλήσει | να έχω επαπειλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επαπειλήσει | είχες επαπειλήσει | θα έχεις επαπειλήσει | να έχεις επαπειλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επαπειλήσει | είχε επαπειλήσει | θα έχει επαπειλήσει | να έχει επαπειλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επαπειλήσει | είχαμε επαπειλήσει | θα έχουμε επαπειλήσει | να έχουμε επαπειλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επαπειλήσει | είχατε επαπειλήσει | θα έχετε επαπειλήσει | να έχετε επαπειλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επαπειλήσει | είχαν επαπειλήσει | θα έχουν επαπειλήσει | να έχουν επαπειλήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επαπειλούμαι | επαπειλούμουν | θα επαπειλούμαι | να επαπειλούμαι | επαπειλούμενος | |
β' ενικ. | επαπειλείσαι | επαπειλούσουν | θα επαπειλείσαι | να επαπειλείσαι | ||
γ' ενικ. | επαπειλείται | επαπειλούνταν | θα επαπειλείται | να επαπειλείται | ||
α' πληθ. | επαπειλούμαστε | επαπειλούμασταν επαπειλούμαστε |
θα επαπειλούμαστε | να επαπειλούμαστε | ||
β' πληθ. | επαπειλείστε | επαπειλούσασταν επαπειλούσαστε |
θα επαπειλείστε | να επαπειλείστε | επαπειλείστε | |
γ' πληθ. | επαπειλούνται | επαπειλούνταν | θα επαπειλούνται | να επαπειλούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επαπειλήθηκα | θα επαπειληθώ | να επαπειληθώ | επαπειληθεί | ||
β' ενικ. | επαπειλήθηκες | θα επαπειληθείς | να επαπειληθείς | επαπειλήσου | ||
γ' ενικ. | επαπειλήθηκε | θα επαπειληθεί | να επαπειληθεί | |||
α' πληθ. | επαπειληθήκαμε | θα επαπειληθούμε | να επαπειληθούμε | |||
β' πληθ. | επαπειληθήκατε | θα επαπειληθείτε | να επαπειληθείτε | επαπειληθείτε | ||
γ' πληθ. | επαπειλήθηκαν επαπειληθήκαν(ε) |
θα επαπειληθούν(ε) | να επαπειληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επαπειληθεί | είχα επαπειληθεί | θα έχω επαπειληθεί | να έχω επαπειληθεί | επαπειλημένος | |
β' ενικ. | έχεις επαπειληθεί | είχες επαπειληθεί | θα έχεις επαπειληθεί | να έχεις επαπειληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει επαπειληθεί | είχε επαπειληθεί | θα έχει επαπειληθεί | να έχει επαπειληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επαπειληθεί | είχαμε επαπειληθεί | θα έχουμε επαπειληθεί | να έχουμε επαπειληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε επαπειληθεί | είχατε επαπειληθεί | θα έχετε επαπειληθεί | να έχετε επαπειληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επαπειληθεί | είχαν επαπειληθεί | θα έχουν επαπειληθεί | να έχουν επαπειληθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι επαπειλημένος - είμαστε, είστε, είναι επαπειλημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν επαπειλημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν επαπειλημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι επαπειλημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι επαπειλημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι επαπειλημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι επαπειλημένοι |