επαπειλούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
επαπειλούμενος
- (λόγιο) που κινδυνεύει να γίνει, που, όπως φαίνεται, πρόκειται άμεσα να συμβεί και δεν είναι καλό
επαπειλούμενος