↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διατυμπανισμένος η διατυμπανισμένη το διατυμπανισμένο
      γενική του διατυμπανισμένου της διατυμπανισμένης του διατυμπανισμένου
    αιτιατική τον διατυμπανισμένο τη διατυμπανισμένη το διατυμπανισμένο
     κλητική διατυμπανισμένε διατυμπανισμένη διατυμπανισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διατυμπανισμένοι οι διατυμπανισμένες τα διατυμπανισμένα
      γενική των διατυμπανισμένων των διατυμπανισμένων των διατυμπανισμένων
    αιτιατική τους διατυμπανισμένους τις διατυμπανισμένες τα διατυμπανισμένα
     κλητική διατυμπανισμένοι διατυμπανισμένες διατυμπανισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διατυμπανισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διατυμπανίζω

διατυμπανισμένος

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία