επιγενόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιγενόμενος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασίαεπιγενόμενος, -η, -ο
- ο μεταγενέστερος, ο κατοπινός, ο νεότερος
- επιγενόμενη ζημιά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιγενόμενος
|