Δείτε επίσης: ἐπιγενόμενοι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι επιγενόμενοι
      γενική των επιγενομένων
    αιτιατική τους επιγενομένους
     κλητική επιγενόμενοι
Δείτε και επιγενόμενος.
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιγενόμενοι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἱ ἐπιγενόμενοι[1], πληθυντικός της μετοχής ἐπιγενόμενος του αορ. β' του ρήματος ἐπιγίγνομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιγενόμενοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία