επιγενόμενοι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | επιγενόμενοι | ||
γενική | των | επιγενομένων | ||
αιτιατική | τους | επιγενομένους | ||
κλητική | επιγενόμενοι | |||
Δείτε και επιγενόμενος. | ||||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιγενόμενοι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἱ ἐπιγενόμενοι[1], πληθυντικός της μετοχής ἐπιγενόμενος του αορ. β' του ρήματος ἐπιγίγνομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιγενόμενοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιγενόμενοι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ επιγενόμενοι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας