Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χολεριασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συνώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χολεριασμέν
ος
η
χολεριασμέν
η
το
χολεριασμέν
ο
γενική
του
χολεριασμέν
ου
της
χολεριασμέν
ης
του
χολεριασμέν
ου
αιτιατική
τον
χολεριασμέν
ο
τη
χολεριασμέν
η
το
χολεριασμέν
ο
κλητική
χολεριασμέν
ε
χολεριασμέν
η
χολεριασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χολεριασμέν
οι
οι
χολεριασμέν
ες
τα
χολεριασμέν
α
γενική
των
χολεριασμέν
ων
των
χολεριασμέν
ων
των
χολεριασμέν
ων
αιτιατική
τους
χολεριασμέν
ους
τις
χολεριασμέν
ες
τα
χολεριασμέν
α
κλητική
χολεριασμέν
οι
χολεριασμέν
ες
χολεριασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
χολεριασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
χολεριάζω
Συνώνυμα
επεξεργασία
χολερόβλητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χολεριασμένος