Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χολεριάζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

χολεριάζω

  1. (αμετάβατο) πάσχω από χολέρα[1]
  2. (μεταφορικά) θα αρρωστήσω από χολέρα επειδή π.χ. το σπίτι ή ο χώρος είναι πολύ βρώμικος, τα ρούχα επίσης, γενικά όταν επικρατούν ανθυγιεινές συνθήκες


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ηλίας Ιω. Καμπανάς Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990