ξεχολεριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεχολεριάζω
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) θεραπεύομαι από χολέρα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεχολεριάζω | ξεχολέριαζα | θα ξεχολεριάζω | να ξεχολεριάζω | ξεχολεριάζοντας | |
β' ενικ. | ξεχολεριάζεις | ξεχολέριαζες | θα ξεχολεριάζεις | να ξεχολεριάζεις | ξεχολέριαζε | |
γ' ενικ. | ξεχολεριάζει | ξεχολέριαζε | θα ξεχολεριάζει | να ξεχολεριάζει | ||
α' πληθ. | ξεχολεριάζουμε | ξεχολεριάζαμε | θα ξεχολεριάζουμε | να ξεχολεριάζουμε | ||
β' πληθ. | ξεχολεριάζετε | ξεχολεριάζατε | θα ξεχολεριάζετε | να ξεχολεριάζετε | ξεχολεριάζετε | |
γ' πληθ. | ξεχολεριάζουν(ε) | ξεχολέριαζαν ξεχολεριάζαν(ε) |
θα ξεχολεριάζουν(ε) | να ξεχολεριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεχολέριασα | θα ξεχολεριάσω | να ξεχολεριάσω | ξεχολεριάσει | ||
β' ενικ. | ξεχολέριασες | θα ξεχολεριάσεις | να ξεχολεριάσεις | ξεχολέριασε | ||
γ' ενικ. | ξεχολέριασε | θα ξεχολεριάσει | να ξεχολεριάσει | |||
α' πληθ. | ξεχολεριάσαμε | θα ξεχολεριάσουμε | να ξεχολεριάσουμε | |||
β' πληθ. | ξεχολεριάσατε | θα ξεχολεριάσετε | να ξεχολεριάσετε | ξεχολεριάστε | ||
γ' πληθ. | ξεχολέριασαν ξεχολεριάσαν(ε) |
θα ξεχολεριάσουν(ε) | να ξεχολεριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεχολεριάσει | είχα ξεχολεριάσει | θα έχω ξεχολεριάσει | να έχω ξεχολεριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεχολεριάσει | είχες ξεχολεριάσει | θα έχεις ξεχολεριάσει | να έχεις ξεχολεριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεχολεριάσει | είχε ξεχολεριάσει | θα έχει ξεχολεριάσει | να έχει ξεχολεριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεχολεριάσει | είχαμε ξεχολεριάσει | θα έχουμε ξεχολεριάσει | να έχουμε ξεχολεριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεχολεριάσει | είχατε ξεχολεριάσει | θα έχετε ξεχολεριάσει | να έχετε ξεχολεριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεχολεριάσει | είχαν ξεχολεριάσει | θα έχουν ξεχολεριάσει | να έχουν ξεχολεριάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεχολεριάζω
|
Πηγές
επεξεργασία- ξεχολεριάζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)