↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χολερόβλητος η χολερόβλητη το χολερόβλητο
      γενική του χολερόβλητου της χολερόβλητης του χολερόβλητου
    αιτιατική τον χολερόβλητο τη χολερόβλητη το χολερόβλητο
     κλητική χολερόβλητε χολερόβλητη χολερόβλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χολερόβλητοι οι χολερόβλητες τα χολερόβλητα
      γενική των χολερόβλητων των χολερόβλητων των χολερόβλητων
    αιτιατική τους χολερόβλητους τις χολερόβλητες τα χολερόβλητα
     κλητική χολερόβλητοι χολερόβλητες χολερόβλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χολερόβλητος < χολέρ(α) + -ο- + -βλητος

  Επίθετο

επεξεργασία

χολερόβλητος, -η, -ο

  • αυτός που έχει προσβληθεί από χολέρα

Συνώνυμα

επεξεργασία
* χολεριασμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία