Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χολερόβλητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χολερόβλητ
ος
η
χολερόβλητ
η
το
χολερόβλητ
ο
γενική
του
χολερόβλητ
ου
της
χολερόβλητ
ης
του
χολερόβλητ
ου
αιτιατική
τον
χολερόβλητ
ο
τη
χολερόβλητ
η
το
χολερόβλητ
ο
κλητική
χολερόβλητ
ε
χολερόβλητ
η
χολερόβλητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χολερόβλητ
οι
οι
χολερόβλητ
ες
τα
χολερόβλητ
α
γενική
των
χολερόβλητ
ων
των
χολερόβλητ
ων
των
χολερόβλητ
ων
αιτιατική
τους
χολερόβλητ
ους
τις
χολερόβλητ
ες
τα
χολερόβλητ
α
κλητική
χολερόβλητ
οι
χολερόβλητ
ες
χολερόβλητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χολερόβλητος
<
χολέρ(α)
+
-ο-
+
-βλητος
Επίθετο
επεξεργασία
χολερόβλητος, -η, -ο
αυτός που έχει προσβληθεί από
χολέρα
Συνώνυμα
επεξεργασία
*
χολεριασμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χολερόβλητος