Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παρασημοφορημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παρασημοφορημέν
ος
η
παρασημοφορημέν
η
το
παρασημοφορημέν
ο
γενική
του
παρασημοφορημέν
ου
της
παρασημοφορημέν
ης
του
παρασημοφορημέν
ου
αιτιατική
τον
παρασημοφορημέν
ο
την
παρασημοφορημέν
η
το
παρασημοφορημέν
ο
κλητική
παρασημοφορημέν
ε
παρασημοφορημέν
η
παρασημοφορημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παρασημοφορημέν
οι
οι
παρασημοφορημέν
ες
τα
παρασημοφορημέν
α
γενική
των
παρασημοφορημέν
ων
των
παρασημοφορημέν
ων
των
παρασημοφορημέν
ων
αιτιατική
τους
παρασημοφορημέν
ους
τις
παρασημοφορημέν
ες
τα
παρασημοφορημέν
α
κλητική
παρασημοφορημέν
οι
παρασημοφορημέν
ες
παρασημοφορημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παρασημοφορημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
παρασημοφορώ
Μετοχή
επεξεργασία
παρασημοφορημένος, -η, -ο
που έχει
παρασημοφορηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
απαρασημοφόρητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρασημοφορημένος
αγγλικά
:
decorated
(en)
γαλλικά
:
décoré
(fr)
,
médaillé
(fr)