Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσειλημμένος η προσειλημμένη το προσειλημμένο
      γενική του προσειλημμένου της προσειλημμένης του προσειλημμένου
    αιτιατική τον προσειλημμένο την προσειλημμένη το προσειλημμένο
     κλητική προσειλημμένε προσειλημμένη προσειλημμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσειλημμένοι οι προσειλημμένες τα προσειλημμένα
      γενική των προσειλημμένων των προσειλημμένων των προσειλημμένων
    αιτιατική τους προσειλημμένους τις προσειλημμένες τα προσειλημμένα
     κλητική προσειλημμένοι προσειλημμένες προσειλημμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσειλημμένος < αρχαία ελληνική προσειλημμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προσλαμβάνω

  Μετοχή επεξεργασία

προσειλημμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία