προσλημμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσλημμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προσλαμβάνω
Μετοχή
επεξεργασίαπροσλημμένος, -η, -ο
- (προφορικό) (σπάνιο) που έχει προσληφθεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις προσλαμβάνω και λαμβάνω