embauché
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | embauché | embauchés |
θηλυκό | embauchée | embauchées |
Επίθετο
επεξεργασίαembauché (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | embauché | embauchés |
θηλυκό | embauchée | embauchées |
embauché (fr)