πεπρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεπρωμένος < αρχαία ελληνική πεπρωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἔπορον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *perh₃-
Μετοχή
επεξεργασίαπεπρωμένος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πεπρωμένος
|