↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεπρωμένος η πεπρωμένη το πεπρωμένο
      γενική του πεπρωμένου της πεπρωμένης του πεπρωμένου
    αιτιατική τον πεπρωμένο την πεπρωμένη το πεπρωμένο
     κλητική πεπρωμένε πεπρωμένη πεπρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεπρωμένοι οι πεπρωμένες τα πεπρωμένα
      γενική των πεπρωμένων των πεπρωμένων των πεπρωμένων
    αιτιατική τους πεπρωμένους τις πεπρωμένες τα πεπρωμένα
     κλητική πεπρωμένοι πεπρωμένες πεπρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεπρωμένος < αρχαία ελληνική πεπρωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἔπορον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *perh₃-

πεπρωμένος, -η, -ο

  1. (λόγιο, σπάνιο) που έχει γραφεί απ’ τη μοίρα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πεπρωμένο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία