Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προϋφιστάμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προϋφιστάμεν
ος
η
προϋφιστάμεν
η
το
προϋφιστάμεν
ο
γενική
του
προϋφιστάμεν
ου
της
προϋφιστάμεν
ης
του
προϋφιστάμεν
ου
αιτιατική
τον
προϋφιστάμεν
ο
την
προϋφιστάμεν
η
το
προϋφιστάμεν
ο
κλητική
προϋφιστάμεν
ε
προϋφιστάμεν
η
προϋφιστάμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προϋφιστάμεν
οι
οι
προϋφιστάμεν
ες
τα
προϋφιστάμεν
α
γενική
των
προϋφιστάμεν
ων
των
προϋφιστάμεν
ων
των
προϋφιστάμεν
ων
αιτιατική
τους
προϋφιστάμεν
ους
τις
προϋφιστάμεν
ες
τα
προϋφιστάμεν
α
κλητική
προϋφιστάμεν
οι
προϋφιστάμεν
ες
προϋφιστάμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
προϋφιστάμενος
<
προ-
+
υφιστάμενος
Μετοχή
επεξεργασία
προϋφιστάμενος, -η, -ο
που
υφίσταται
εκ των προτέρων
Συνώνυμα
επεξεργασία
προϋπάρχων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προϋφιστάμενος